- αγιόρταστος
- η , ο неотпразднованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεόρταστος — η, ο αυτός που δε γιορτάστηκε, αγιόρταστος: Ο άγιος αυτός είναι ανεόρταστος, γι αυτό δεν τον ξέρει ο κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)